- σακχαρομετρία
- και σακχαριμετρία, η, Νμέθοδος προσδιορισμού τής περιεκτικότητας σε ζάχαρη ενός σακχαρούχου διαλύματος, μέθοδος που στηρίζεται στο φαινόμενο τής στροφής τού επιπέδου τής πόλωσης που προκαλείται από τις οπτικώς ενεργές ουσίες, όπως είναι η ζάχαρη, αλλ. ζαχαρομετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saccharometry < σάκχαρο + -μετρία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.